- ανάκαρα
- η обл сила;
δεν έχω ανάκαρα να... — нет сил ...; — нет мочи ... (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δεν έχω ανάκαρα να... — нет сил ...; — нет мочи ... (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάκαρα — τα δύναμη, αντοχή, διάθεση: Δεν έχει τ ανάκαρα να σηκωθεί από το κρεβάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάκαρα — (I) η βλ. ανάκαρο (Ι). (II) τα βλ. ανάκαρο (ΙΙ) … Dictionary of Greek
ανάκαρο — (I) το και ανάκαρα, η 1. σωματική δύναμη, αντοχή, κουράγιο 2. καλή ψυχική διάθεση, όρεξη 3. ησυχία, ευκαιρία 4. θάρρος, τόλμη, αντρειά. [ΕΤΥΜΟΛ. ανάκαρο, το < ανάκαρα, η < ανακαρώνω αναλογικά προς το κάρα < καρώνω κατά το σχήμα πείνα… … Dictionary of Greek
ανακαράς — ο βλ. ανάκαρο (ΙΙ) και ανάκαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ξένη λ. Συνδέεται προς το αραβ. nakur «σάλπιγγα του αρχαγγέλου Σεραφείμ», το τουρκ. nakkare «είδος τύμπανου», το ιταλ. nacchera «καστανιέτα». Το α τού τ. ανακαράς δεν είναι προθετικό, αλλά… … Dictionary of Greek
Накра нагара и ногара — (стар.) барабан. Н. персидское слово, означавшее первоначально род литавр, соответствует новогреческому άνάκαρα. H. были большие и малые. Ударявшие в накры назывались накрачеи или накрайчие … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Накра, нагара и ногара — (стар.) барабан. Н. персидское слово, означавшее первоначально род литавр, соответствует новогреческому άνάκαρα. H. были большие и малые. Ударявшие в накры назывались накрачеи или накрайчие … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ανακαριστής — ο [ανάκαρο ΙΙ] 1. αυτός που παίζει τα (μουσικά όργανα) ανάκαρα 2. πλανόδιος μουσικός … Dictionary of Greek